- σάννιον
- σάννιον, τό,A membrum virile, Eup.440:—[full] σαννιόπληκτος, ον,= αἰδοιόπληκτος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάννιον — membrum virile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάννιον — τὸ, Α το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαν τού σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ σαν α / ἔ σην α) με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν + κατάλ. ιον. Η αναγωγή τής λ. στο ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά» δικαιολογείται από την σχετική ομοιότητα τού ανδρικού μορίου με… … Dictionary of Greek
σαννίων — σάννιον membrum virile neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαννιόπληκτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιόπληκτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάννιον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek
tēu-, tǝu-, teu̯ǝ-, tu̯ō-, tū̆ - — tēu , tǝu , teu̯ǝ , tu̯ō , tū̆ English meaning: to swell; crowd, folk; fat; strong; boil, abscess Deutsche Übersetzung: ‘schwellen” Note: extended with bh, g, k, l, m, n, r, s, t Material: O.Ind. tavīti “is strong, hat Macht” … Proto-Indo-European etymological dictionary